- πηδᾷς
- πηδάωleappres subj act 2nd sgπηδάωleappres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηδᾶις — πηδᾷς , πηδάω leap pres subj act 2nd sg πηδᾷς , πηδάω leap pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek
τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… … Dictionary of Greek
κάβουρας — ο 1. είδος μαλακοστράκων της θάλασσας και των ποταμών: Ο κάβουρας είναι πολύ νόστιμος μεζές. 2. (παροιμ.), «Τι ναι ο κάβουρας, τι ν το ζουμί του», για πράγματα που έχουν πολύ μικρή αξία· «Eδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα», για δύσκολη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)